- ἔλεγε
- ἔλεγοςsongmasc voc sgλέγω 1layimperf ind act 3rd sgλέγω 2pick upimperf ind act 3rd sgλέγω 3layimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὄνῳ τίς ἔλεγε μῦθον, ὅ δε τὰ ὦτα ἔκινει… — См. Хлопать ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
'λεγε — ἔλεγε , ἔλεγος song masc voc sg ἔλεγε , λέγω 1 lay imperf ind act 3rd sg ἔλεγε , λέγω 2 pick up imperf ind act 3rd sg ἔλεγε , λέγω 3 lay imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλεγ' — ἔλεγε , ἔλεγος song masc voc sg ἔλεγε , λέγω 1 lay imperf ind act 3rd sg ἔλεγε , λέγω 2 pick up imperf ind act 3rd sg ἔλεγε , λέγω 3 lay imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημί — ἠμί (Α) 1. (το α εν. πρόσ. τού ενεστ. στους Αττικούς μόνο όταν επαναλαμβάνεται με έμφαση κάτι αλλιώς μόνο στο γ εν. ήσι) λέγω 2. (στον Όμ. απαντά μόνο το γ εν. πρόσ. πρτ., στο τέλος ενός λόγου, για να δηλώσει μετάβαση στην αμέσως επόμενη πράξη) ή … Dictionary of Greek
Codex Cyprius — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 017 Name Cyprius Sign Ke Text Gospels Date … Wikipedia
Minuscule 754 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 754 Text Gospels Date 11th century Script Greek … Wikipedia
αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek